Τρανή ἀπόδειξη τῆς τεράστιας πνευματικῆς καί διαχρονικῆς προσφορᾶς τῆς Μονῆς στό νησί ἀλλά καί εὑρύτερα, ἀποτελεῖ σήμερα μεταξύ ἄλλων ἡ διασωθεῖσα Βιβλιοθήκη της. Οἱ χρηματίσαντες κατά καιρούς λόγιοι Ἡγούμενοι ὡς πνευματικοί ἡγέτες καί διδάσκαλοι, ἀποθησαύρισαν σ’ αὐτή πλῆθος ἐκλεκτῶν βιβλίων καί σπανίων ἐκδόσεων ποικίλου περιεχομένου, τά ὁποῖα χρησιμοποιοῦσαν ὡς πηγές γνώσεως καί ἐργαλεῖα μαθήσεως. Θά ᾿ταν παράλειψη νά μήν ἀναφερθοῦν τά ὀνόματα τῶν Ἡγουμένων Ἡσαΐα ἐκ Καρπάθου, Νικάνδρου Φιλαδέλφου, Ἰγνατίου, Ἰεροθέου Φωτιάδη καθώς καί τῶν Συμαίων κληρικῶν Νεοφύτου Φασουλάρη, Νικηφόρου Νικολαΐδη κ.λ. Ἔτσι σήμερα στήν Βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς, διασώζεται μιά μεγάλη συλλογή ἀξιόλογων παλαιῶν καί νέων Βιβλίων, πού ὑπερβαίνουν τούς ὀκτώ χιλιάδες τόμους. Τά βιβλία στήν συντριπτική τους πλειοψηφία εἶναι παλαίτυπα καί τά παλαιότερα ἐξ αὐτῶν χρονολογοῦνται ἀπό τά μέσα τοῦ 17 αἰ. καί ἐντεῦθεν. Ἐνδιαφέρον εἶναι, ὅτι αὐτά τυπώθηκαν κυρίως σέ Ἐκδοτικούς Οἴκους ἐκτός τοῦ Ἑλληνικοῦ γεωγραφικοῦ χώρου καί συγκεκριμένα στήν Βενετία, τήν Μόσχα, τήν Ὀδησσό, τήν Λειψία, τήν Κωνσταντινούπολη, ἀλλά καί στό Τυπογραφεῖο τοῦ Νικολάου Γλυκέως στά Ἰωάννινα.
Ἡ εὑρύτητα τῶν θεμάτων πού περιλαμβάνουν οἱ τόμοι, ἀκόμη καί στίς μέρες μας εἶναι ἐντυπωσιακή. Ὁ κύριος ὄγκος σχετίζεται βέβαια μέ θεολογικές μελέτες Ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων καί συγγραφέων, ἀκολουθοῦν ὁλόκληρες σειρές ἀρχαίας καί νεότερης Ἑλληνικῆς Γραμματείας, ἔργα ἱστορικά, μαθήματα ἄλγεβρας, γεωμετρίας, ἰατρικές ἐκδόσεις, κ. ἄ. Εἶναι ἐπίσης ἀξιοσημείωτο ὅτι πολλές ἐκδόσεις καί μάλιστα μή Ἐκκλησιαστικές, ἔχουν τυπωθεῖ μέ δαπάνες καί μέριμνες ἐξεχόντων λογίων κληρικῶν, ὅπως συμβαίνει γιά παράδειγμα μέ τήν σειρά «Στοιχείων Μαθηματικῶν ἐκ παλαιῶν καί νεωτέρων», τά ὁποῖα ἐξέδωσε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀστραχανίου Νικηφόρος τό 1799 στή Μόσχα. Κάθε νοήμων καί καλοπροαίρετος ἄνθρωπος, σκεπτόμενος ἀνεπηρέαστα, κατανοεῖ πώς ὅλοι τούτοι οἱ πνευματικοί θησαυροί ἀπερρόφησαν κόπους, θυσίες καί φυσικά ἀρκετά δυσεύρετα χρήματα, γιά νά φτάσουν στό ἀκριτικό τοῦτο θαλασσόβρεκτο Μοναστήρι. Καί εἶναι βέβαια προφανές ὅτι στόχος τῶν Μοναχῶν του, δέν ἦταν ἡ διακόσμηση μερικῶν ραφιῶν μέ βιβλία μουσειακῆς ἀξίας, ἀλλά ἡ χρήση τους μέ ἀπώτερο σκοπό τήν πρόσκτηση πολύτιμης γνώσεως ἀπό τούς ὑποδούλους Ἕλληνες. Γνώση τῆς ἔνδοξης ἱστορίας τοῦ Ἔθνους τους καί πνευματική ἀγωγή ἀπό τά ἀστείρευτα νάματα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Πατερικῆς Γραμματολογίας. Οἱ ἀνυπέρβλητες αὐτές ἀξίες καλλιεργήθηκαν ὑπέρμετρα στά Μοναστήρια μας καί ὁδήγησαν στήν ἄνοιξη τῆς ἐθνικῆς μας παλιγγενεσίας. Τούτη ἀκριβῶς τήν ἀλήθεια, καθιστοῦν γιά μιά φορά ἀκόμα αὐταπόδεικτη κι ἐδῶ, οἱ ἀτελείωτες σειρές τῶν παλαιτύπων αὐτῶν βιβλίων τοῦ Ἀρχαγγελικοῦ Μοναστηριοῦ μας.
Ὁ σημερινός χῶρος τῆς Βιβλιοθήκης, διαμορφώθηκε τό ἔτος 1987 ὅταν ὁ Ἡγούμενος Γαβριήλ, θέλοντας νά ἀσφαλίσει καί νά διαφυλάξει τούς πνευματικούς αὐτούς θησαυρούς τῆς Μονῆς, ἑνοποίησε τέσσερα συνολικά Κελλιά ἐπάνω τοῦ Παρεκκλησίου τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Ἐν συνεχείᾳ κατασκευάστηκαν σ’ αὐτά δεκάδες προθῆκες καί τοποθετήθηκαν ἐκεῖ τά Βιβλία, πού μέχρι τότε βρίσκονταν διασκορπισμένα σέ διάφορους ἄλλους χώρους. Θά ᾿ταν παράλειψη νά μήν ἀναφερθεῖ ὅτι ὁ Γέροντας ὀλίγον πρό τῆς ἐκδημίας του, ἀφιέρωσε τήν μικρή προσωπική του Βιβλιοθήκη στήν Μονή, συνεχίζοντας ἔτσι τήν μακραίωνη παράδοση, τῶν ἐπιφανῶν προκατόχων του.