Ἕνας ἐκ τῶν λογιωτέρων Συμαίων Ἡγουμένων τῆς Μονῆς. Παρακολούθησε μαθήματα ἀρχικά στήν Σχολή τῆς Ἁγίας Μαρίνας καί συνέχισε ἀνώτερες σπουδές στήν Ἀθωνιάδα, τίς Κυδωνίες καί τήν Σμύρνη. Ἡ σπάνια μόρφωσή του, καί τά πολυποίκιλα τάλαντα πού εἶχε, τόν ἀνέδειξαν μέγα διδάσκαλο τῆς ἐποχῆς καί τόν προώθησαν ὡς κορυφαῖο κατ’ οἶκον διδάσκαλο σέ γόνους ἐπιφανῶν οἰκογενειῶν τῆς Κωνσταντινούπολης. Συνοδός καί βοηθός του στήν Πόλη, ἦταν ὁ νεώτερος ἀδελφός του Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος δίδασκε μέχρι καί αὐτόν τόν γιό τοῦ Ρώσου Προξένου Ζαχαρία Ζαχάρωφ.
Στόν εὐγενῆ αὐτόν διπλωμάτη, ὀφείλεται ἐξ ἄλλου ἡ κατασκευή καί ἀποστολή τοῦ μεγάλου χρυσοκέντητου Ρωσικοῦ Ἐπιταφίου τῆς Μονῆς τό ἔτος 1852, ὅταν πλέον ὁ Ἱερόθεος βρισκόταν στόν ἡγουμενικό θῶκο τοῦ Πανορμίτη. Ὁ Ἱερόθεος ἀκόμα φρόντισε σέ συνεννόηση μέ τόν Ζαχάρωφ, γιά τόν ἐμπλουτισμό τοῦ σκευοφυλακίου μέ ἐξαιρετικῆς Ρωσικῆς τέχνης ἀργυρόχρυσα ἱερά σκεύη (ἅγιο Ποτήριο καί Δισκάριο), καθώς ἐπίσης μέ Εἰκόνες καί ἑξαπτέρυγα, τά ὁποῖα φυλάσσονται σήμερα στό Ἐκκλησιαστικό Μουσεῖο.
Ἡ δημιουργία Κανονισμοῦ διοικήσεως τῆς Μονῆς τό ἔτος 1843, θεωρεῖται προσωπικό ἐπίτευγμά του. Ὁ Κανονισμός συνετάχθη κατόπιν συνδιασκέψεως τοῦ Μητροπολίτου Ρόδου Ἰακώβου, τῆς Κοινότητος τῆς Σύμης καί τῶν ἀδελφῶν Φωτιαδῶν. Ἐν συνεχείᾳ ἐκυρώθη ὑπό τοῦ τότε Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Γερμανοῦ τοῦ Δ΄ καί τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου καί στίς βασικές του διατάξεις διέπει μέχρι σήμερα τά τῆς διοικήσεως τοῦ Πανορμίτη. Ἡ συμβολή του ἐπίσης στό ὅλο διορθωτικό ἔργο τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κειμένων εἶναι ἀξιόλογη. Ὅταν τό ἔτος 1839 ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία ἀπεφάσισε τήν διόρθωση τῶν ὑφισταμένων Μηναίων, ἀνέθεσε τό ἔργο τοῦτο σέ εἰδική Ἐπιτροπή, τῆς ὁποίας μέλος ἦταν καί ὁ Ἐπίσκοπος Συνάδων Βενιαμίν, πού ὑπῆρξε μαθητής τοῦ Ἱεροθέου. Ὁ Ἱερόθεος ἤδη εἶχε προβεῖ σέ διόρθωση τῶν κειμένων, τήν ὁποία ὁ Πατριάρχης Ἄνθιμος Ε΄ κατόπιν ἐνημερώσεώς του ἀπό τόν Βενιαμίν καί μέσῳ τοῦ Μητροπολίτου Ρόδου, ζητᾶ ἐπιμόνως ἀπό τόν Ἱερόθεο. Τά διορθωμένα αὐτά βιβλία, ὁ Ἱερόθεος ἀποστέλλει στό Πατριαρχεῖο τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1842 μέ τόν ἀδελφό του Μιχαήλ. Σέ διασωθεῖσα δέ ἐπιστολή τοῦ Ἐπισκόπου Συνάδων τήν 23η Νοεμβρίου 1842, διαφαίνεται πῶς «τά περισσότερα ἐξ αὐτῆς» (τῆς διορθώσεως) ἐδέχθη ἡ Ἐπιτροπή καί τό ἑπόμενο ἔτος 1843 ὁ Ἱερομόναχος Βαρθολομαῖος ὁ Κουτλουμουσιανός τά συμπεριέλαβε στήν διορθωμένη ἐπανέκδοση τῶν Μηναίων πού τυπώθηκαν στήν Βενετία. Ὁ Ἡγούμενος Ἱερόθεος ἐκοιμήθη στήν Μονή τήν 19η Σεπτεμβρίου 1860.