Τό ἔτος 2000 ἐτέθη ἀπό τόν Ἡγούμενο Γαβριήλ Μαργαρίτη, ὁ θεμέλιος λίθος τοῦ Παρεκκλήσιου, ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ καί τῶν Εὐαγγελιστῶν Μάρκου καί Ματθαίου. Ἡ ἔκφραση «Παρεκκλήσιο» ἴσως καί νά ἀδικεῖ τόν περίλαμπρο Ναό πού ὁλοκληρώθηκε τρία ἔτη ἀργότερα καί ἀρχικά χρησιμοποιήθηκε διά νά καλύψει τίς ἀνάγκες τοῦ Ἱδρύματος τῆς Μονῆς, τό ὁποῖο τήν ἐποχή ἐκείνη λειτουργοῦσε ὡς Γηροκομεῖο. Τήν δαπάνη τοῦ ἔργου ἐκτός τοῦ Γέροντος Ἡγουμένου, κάλυψαν μέ συνδρομές τους ἡ ἐκ Σύμης Κόμισσα Παπαμιχαήλ (τό γένος Σταυρίδη) καί ἄλλοι εὐσεβεῖς Χριστιανοί. Ὁ Ναός ἔχει τριμερῆ διαίρεση, Πρόναο, Κυρίως Ναό καί φυσικά ἅγιον Βῆμα, πού διαχωρίζεται μέ καλλιτεχνικό ξυλόγλυπτο Τέμπλο, ἔργο τοῦ Ροδίου ξυλογλύπτη Γεωργίου Γεωργαλῆ. Τό ἔτος 2002 ὁ Ναός ἁγιογραφήθηκε ἐσωτερικά ἐξ ὁλοκλήρου, ἀπό τόν γνωστό ἁγιογράφο Ἰωάννη Τσέρκη, γεγονός πού προσέδωσε στόν χῶρο ὑπέρμετρο πνευματικό κάλλος καί ἐξαιρετική λαμπρότητα.
Ἐξωτερικά ὁ Ναός πλαισιώνεται ἀπό τό λιθόκτιστο Κωδωνοστάσιο καί τό μικρό Κελλάκι-Ἀρχονταρίκι του, πού κατασκευάστηκαν μέ δαπάνες τῶν Συμαίων ἀδελφῶν Πέτρου καί Ἰωάννου Χατζηϊωάννου ἐκ Σύμης. Ὁ χῶρος αὐτός προσφέρει πανοραμική θέα τοῦ ὅρμου τῆς Μονῆς καί ἐξυπηρετεῖ τό Ἐκκλησίασμα τίς ἡμέρες τῶν Πανηγύρεων μέ τόν καλύτερο τρόπο.
Ἐνῶ ἡ ἐκ βάθρων ἀνέγερση τοῦ Παρεκκλησίου ἔγινε τήν ἐποχή πού ἡ Σύμη ὑπαγόταν ἐκκλησιαστικά στήν Μητρόπολη Ρόδου, τά ἐγκαίνιά του τελέστηκαν πανηγυρικά μετά τήν ἀνακήρυξη τῆς Σύμης σέ Μητροπολιτική ἕδρα – συγκεκριμένα τήν Κυριακή 5 Ιουνίου 2005 - ἀπό τόν πρῶτο της Μητροπολίτη, τόν Μακαριστό πλέον κυρό Χρυσόστομο (Δημητριάδη).